- διορώ
- (AM διορῶ, -άω) [ορώ]1. βλέπω κάτι ανάμεσα από κάτι άλλο2. διαβλέπω, προβλέπωαρχ.διακρίνω, ξεχωρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διορῶ — διοράω see through pres imperat mp 2nd sg διοράω see through pres subj act 1st sg (attic epic ionic) διοράω see through pres ind act 1st sg (attic epic ionic) διοράω see through pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) διοράω see through… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιόρατος — η, ο (Α ἀδιόρατος, ον) [διορῶ] αυτός που δεν διακρίνεται, αφανής, αθέατος νεοελλ. αυτός που διακρίνεται με δυσκολία, δυσδιάκριτος, αμυδρός … Dictionary of Greek
διορατικός — ή, ό (AM διορατικός, ή, ον) [διορώ] αυτός που προβλέπει κάτι, οξυδερκής νεοελλ. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη διόραση* … Dictionary of Greek
διορατός — ή, ό ο ορατός ανάμεσα από κάτι, ευδιάκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < διορώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
διόραμα — το είδος θεάματος κατά το οποίο όσα παρουσιάζονται πάνω σ ένα πίνακα χωρίς φανερό πλαίσιο δίνουν την ψευδαίσθηση τού πραγματικού με τη βοήθεια κατάλληλου φωτισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < διορώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Κωνσταντίνο Μαυρογιάννη] … Dictionary of Greek
διόραση — Όρος που χαρακτηρίζει όλα τα φαινόμενα τα οποία συντελούνται χωρίς τη μεσολάβηση των αισθήσεων και τα οποία εκδηλώνονται χωρίς το νοούν υποκείμενο να δέχεται τη δράση συνειδητών ή μη ενεργειών που προέρχονται από άλλα πρόσωπα. Η δ., η οποία… … Dictionary of Greek
ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου … Dictionary of Greek
συνδιορώ — άω, Α εξετάζω κάτι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διορῶ «διακρίνω, ξεχωρίζω»] … Dictionary of Greek